- βλεπτός
- βλεπτόςto be seenmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλεπτός — βλεπτός, ή, όν (Α) [βλέπω] εκείνος τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει κανείς … Dictionary of Greek
βλεπτόν — βλεπτός to be seen masc acc sg βλεπτός to be seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέπτω — βλεπτος not purified masc/fem/neut nom/voc/acc dual βλεπτος not purified masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόβλεπτος — νεόβλεπτος, ον (Α) αυτός που θεάθηκε μόλις πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλεπτος (< βλέπω), πρβλ. περί βλεπτος] … Dictionary of Greek
πολύβλεπτος — ον, Μ πολύ τιμώμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλεπτος (< βλέπω), πρβλ. περί βλεπτος] … Dictionary of Greek
αβλεπτώ — ἀβλεπτῶ ( έω) (AM) δεν βλέπω, παραβλέπω, σφάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βλεπτός, ρημ. επίθετο τού βλέπω] … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
λοξοβλεπτώ — λοξοβλεπτῶ, έω (Α) βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσ βλεπτώ, οξυ βλεπτώ] … Dictionary of Greek
ορθοβλεπτώ — ὀρθοβλεπτῶ, έω (Μ) βλέπω σωστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)* + βλεπτῶ (< βλεπτος < βλέπω), πρβλ. λοξο βλεπτώ] … Dictionary of Greek